λιθόβολος

λιθόβολος
Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών. Επινοήθηκε κατά τον 4o αι. π.Χ., ενώ τελειοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς.
* * *
λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθοβόλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόβολος — throwing stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλοις — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat pl λιθοβόλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλον — λιθοβόλος masc/fem acc sg λιθοβόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλου — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen sg λιθοβόλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλους — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc pl λιθοβόλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλων — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen pl λιθοβόλος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβόλῳ — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg λιθοβόλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόβολον — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc sg λιθόβολος throwing stones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”